συνθετά

συνθετά
σύνθετος
put together
neut nom/voc/acc pl
συνθετά̱ , σύνθετος
put together
fem nom/voc/acc dual
συνθετά̱ , σύνθετος
put together
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη …   Dictionary of Greek

  • σύνθετα — τα, Ν βοτ. βλ. σύνθετος …   Dictionary of Greek

  • σύνθετα — σύνθετος put together neut nom/voc/acc pl σύνθετος put together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθέτας — συνθέτᾱς , σύνθετος put together fem acc pl συνθέτᾱς , σύνθετος put together fem gen sg (doric aeolic) συνθέτᾱς , συνθέτης composer masc acc pl συνθέτᾱς , συνθέτης composer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύνθετα — σύνθετα , σύνθετος put together neut nom/voc/acc pl σύνθετα , σύνθετος put together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθέται — συνθέτᾱͅ , σύνθετος put together fem dat sg (doric aeolic) συνθέτης composer masc nom/voc pl συνθέτᾱͅ , συνθέτης composer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορί- — σύνθετα με α συνθετικό τη λ. δόρυ (δορί: δοτική οργανική πτώση) βλ. λ. δόρυ …   Dictionary of Greek

  • συνθετάς — συνθετά̱ς , σύνθετος put together fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”